Και καλά θα μου πεις γιατί είναι τόσο τραγικό; Κάτσε διάβασε και θα δεις, και αν δεν σου αρέσει αν μη τι άλλο θα ταυτιστείς.
Ξυπνάει η μικρή Λένα, πρώτη όπως πάντα, και πάει να ξυπνήσει οικογένεια. "Σπύροοοοο ξύπνα!!!, 8 παρα η ώρα!!!¨φωνάζει η μικρή Λένα. "Μμμμμμμμμ" ακούγεται ένα μουγκριτό από το δωμάτιο! "Ωχ κατάλαβα πάλι τα ίδια θα τραβήξω" σκέφτεται η Λένα την ώρα που πλένεται! "Φτου γαμώτο είναι και κρύο το νερό! Κάθε μέρα τα ίδια πια!!" ξανασκέφτεται και προσπαθεί να ζεστάνει το κρύο της πρόσωπο με τη πετσέτα. Πάει στο δωμάτιο σκουντώντας τον Σπύρο "Αντε καλέεεεε, ξύπνα!!!, άιντε θα αργήσεις πάλι λέμε!!! άιντε πάω να ξυπνήσω και το παιδί να πάει σχολείο, πάω να σου κάνω καφέ!" του λέει, και αφού περνάει και πάει ξυπνάει το πίτσικο από το δωμάτιο (ξυπνάει μια κουβέντα είναι) πάει για να κάνει καφέ στον Σπύρο.
Να μη σας τα πολυλογώ όλοι μετά από πόση ώρα, και πόσα παρακάλια να σηκωθούν, να πλυθούν, να ντυθούν, φεύγουν και μένει μόνη στο σπίτι. Ώρα λοιπόν να κάνει και τον δικό της καφέ. "Αι σιχτίρ πάλι βαρύ τον έκανα" λέει αλλά βαριέται να φτιάξει άλλο και κάθεται, ανάβει τσιγάρο, αφού έχει ανοίξει τα παράθυρα και το δαγκώνει (το πετσί), αρχίζει τη πρώτη σκέψη, τη πιο τρομοκρατική, τη πιο φοβερή που περνάει από το μιαλό κάθε μικρής Λένας ΚΑΘΕ μέρα: Τι φαί θα φτιάξω σήμερα;;;;;
Άνοιγει λοιπόν ντουλάπια και ψυγείο και ορίστε το πρώτο τρομοκρατικό χτύπημα της ημέρας. Δεν υπάρχει τίποτα!! Μόνο λάδι που και αυτό καλά που είχε πάρει ντενεκέ και της έφυγε το άγχος, εκτός από τη μέρα που ήταν να το πληρώσει. Τώρα;;; Άιντε κάτσε σκέψου τώρα τι να φτιάξεις. Να κάνω μακαρόνια με κιμα; Όχι έκανα αυτή τη βδομάδα. Να κάνω μπριζόλες; Και τι θα πάρει μαζί του στη δουλειά ο Σπύρος. Να κάνω πράσα. Δεν τα τρώει. Να κάνω με το λάχανο που έχω και λίγο χοιρινό, ωραιότατο. Παίρνει τηλέφωνο τον Σπυρο και της λέει "ε δεν το τρώω ρε μωρό!!". Γαμώ τη καταδίκη μου βρίζει και του κλείνει στα μούτρα το τηλέφωνο. Να κάνω φασολάκια. Μπλιαχ, ούτε σε μένα αρέσουν. Να κάνω ένα ρολό κιμά; Με τι; Πουρέ; Ναιιιιι!! Όχιιιιιι! δεν τρώει πουρέ ο Σπύρος. Με ρύζι! Ούτε αυτό το τρώει! Τι σκατά πια τρώει!! Με πατάτες τι άλλο λοιπόν. Ευτυχώς το παιδί τρώει απ' όλα. Παμφάγο. Και παίρνει να ετοιμάσει τη λίστα του σούπερ μάρκετ
Τι χρειάζομαι λοιπόν; Κιμά, μαιντανό, κρεμμύδι, ψωμί να πάρω να έχω, αυγά, πατάτες. Κάτσε να δω πορτοφόλι. 8 ευρώ!! Μάλιστα, αυτό το είχε ξεχάσει. Και αρχίζουν οι εξισώσεις με τον άγνωστο χ όπου το χ είναι το πόσα τελικά θα πάρει από αυτά που χρειαζόταν. 2 αυγά 40 λεπτά, όχι κάτσε να πάρω 4 αυγά να βάλω, μου αρέσουν, κιμά να πάρω μόνο μισό κιλό, ποιος θα πρωτοφάει να δω, χοιρινό θα πάρω, είναι πιο φθηνός από το μοσχαρίσιο, κρεμμύδια, κανα δυο, πόσο να κάνουν, λίγες πατάτες, με το μάτι που έλεγε και η μάνα μου, όσες θα χωρέσουν στο ταψί. "Κάτσε να πιω λίγο καφέ, τον ξέχασα με αυτά και με τα άλλα" σκέφτηκε και πίνει μία γουλιά από τον παγωμένο πλέον καφέ. Κάτσε να το βάλω στο φούρνο μικροκυμάτων να ζεσταθεί. Το βάζει και ....μπαμ!!!! πέφτει η ασφάλεια και σβήνουν όλα! Αι σικτίρι πια εδώ μέσα, είπε πόσες φορές θα την φτιάξει, όλο αύριο και αύριο. Πάει τη σηκώνει και ξαναδοκιμάζει και ευτυχώς μετά από κάποια δευτερόλεπτα πίνει τελικά ζεστό καφέ, ή μάλλον ζεσταμένο.
Ανοίγει παντζούρια. Κατακλισμός!! Όχι ρε γαμώτο, τι βρέχει τώρα, πως θα πάω να ψωνίσω; Δεν γαμίς, τι να κάνω πρέπει να πάω. Βάζει τα σπορτεξάκια της, τη πατατούκα από πάνω που είχε πάρει για τα πολλά χιόνια και τις βροχές, και ξεκινάει. Χωρίς κουκούλα, χωρίς ομπρέλα, χωρίς να έχει κάπου από κάτω να πάει να προφυλαχθεί, φθάνει μούσκεμα στο σούπερ. Αφού προσπαθεί να φτιάξει το μαλλί όπως νά 'ναι, να της μείνει λίγο αξιοπρέπεια, πέρνει το καλαθάκι της για να ψωνίσει ότι χρειάζεται από το σούπερ. Ξαφνικά συναντάει ένα καθρέφτη και τρομάζει "Ωχ αμάν, το ανθρωπάκι της michelin!!! A! όχι! εγώ είμαι" και συνεχίζει σαν να μη τρέχει τίποτα.